κλαυθμυρίς

κλαυθμυρίς
κλαυθμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
κλαυθμυρισμός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ., θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παρ. τού κλαυθμυρίζω κατά το σχήμα -ίζω: -ις (πρβλ. ραμφ-ίζω: ραμφ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”